αλαλιάζω — αλαλιάζω, αλάλιασα, αλαλιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: αλαλιάζω : δε συνηθίζεται η παθητική φωνή, γιατί η ενεργητική φωνή έχει και την έννοια ζαλίζω, αναστατώνω και → ζαλίζομαι, αναστατώνομαι (από υπερβολική φασαρία κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… … Dictionary of Greek
άλαλος — η, ο (Α ἄλαλος, ον) αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγός νεοελλ. ανόητος, βλάκας, παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λάλος < λαλῶ. ΠΑΡ. αλαλία νεοελλ. αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα] … Dictionary of Greek
αλαλιασμός — ο [αλαλιάζω] κατάπληξη από υπερβολικό φόβο … Dictionary of Greek
αλαλώνω — [άλαλος] αλαλιάζω* … Dictionary of Greek